τηλεπαθητικός

τηλεπαθητικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που σχετίζεται με την τηλεπάθεια: Συνεννοούνται με τηλεπαθητικό τρόπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τηλεπαθητικός — ή, ό, Ν (παραψυχολ.) 1. ο σχετικός με την τηλεπάθεια 2. ως ουσ. αυτός που έχει ικανότητες τηλεπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεπάθεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”